Πεισίστρατον

Πεισίστρατον
Πεισίστρατος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυραννησείω — Α (εφετ. τ. τού τυραννώ) επιθυμώ να τυραννεύσω («τῶν μὴ αἰσθανομένων Πεισίστρατον τυραννησείοντα», Σόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + εφετική κατάλ. (η)σείω (πρβλ. πολεμ ησείω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”